τελειώνω

τελειώνω
τελειῶ, -όω, ΝΜΑ, και τελεῶ Α [τέλειος]
φέρνω εις πέρας, περατώνω, συμπληρώνω, ολοκληρώνω κάτι (α. «τελείωσε τις σπουδές του στο εξωτερικό» β. «τελειώσω αὐτοῡ τὸ ἔργον», ΚΔ
γ. «τελειώσαντες τὰς σπονδάς», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (μτβ.) καταναλώνω εξ ολοκλήρου, εξαντλώ, σώνω («τό τελειώσαμε το ψωμί κιόλας»)
2. (αμτβ.) α) καταναλώνομαι εξ ολοκλήρου, εξαντλούμαι, σώνομαι (α. «μας τέλειωσαν τα φρούτα» β. «τελείωσε ο χρόνος σας»)
β) οδηγούμαι εις πέρας, περατώνομαι, λήγω (α. «τελείωσε ο τρύγος» β. «τέλειωσε το καλοκαίρι» γ. «τελείωσε η υπόθεση»)
γ) αποκάμνω («τέλειωσα, δεν βαστώ άλλο απ' την κούραση»)
δ) πεθαίνω («τέλειωσε ο κακόμοιρος στη φυλακή»)
3. φρ. α) «τόν τέλειωσα στη δουλειά» — τόν κούρασα πάρα πολύ
β) «τον τέλειωσα στο ξύλο» — τόν έδειρα ανηλεώς
γ) «τέλειωσαν τα ψέματα» — είναι βεβαιωμένο γεγονός, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία
μσν.
καθιστώ κάποιον τέλειο χριστιανό με το βάπτισμα («ἀπάγουσι καὶ λουτρῷ τῷ θείῳ τελειοῡσι», Κ. Μανασσ.)
μσν.-αρχ.
(το μέσ.) τελειοῡμαι, -όομαι
α) συμπληρώνομαι, ολοκληρώνομαι («ἐπειδὴ ὁ χρόνος ἐτελεώθη», Πλάτ.)
β) (για ευχές ή προφητείες) εκπληρώνομαι, πραγματοποιούμαι («ἵνα τελειωθῇ ἡ γραφή...», ΚΔ)
γ) με τον μαρτυρικό θάνατο φθάνω στην τελειότητα («τελειουμένῳ τῷ μάρτυρι», Ευσ.)
δ) γίνομαι τέλειος χριστιανός («πνεύμασι δικαίων τετελειωμένων», ΚΔ)
ε) πεθαίνω (α. «τετελειωμένοι» — οι νεκροί, Ακολ. Νεκρ.
β. «ἐτελειώθη» — πέθανε, επιγρ.)
αρχ.
1. εκτελώ δημόσια δικαιοπραξία («συγγραφοφύλαξ τετελείωκα», πάπ.)
2. οδηγώ στην τελειότητα, στην ολοκλήρωση («τὸν εὔαγρον τελειῶσαι λόχον», Σοφ.)
3. (λογ.) τελειοποιώ («τελειώσει αὐτῆς τό εἶδος», Αριστοτ.)
4. (το μέσ.) α) φθάνω στην ακμή μου, ωριμάζω, μεστώνω (α. «ὁ ἐρέβινθος ἀπὸ τῆς σπορᾱς ἐν τεσσαράκοντα τελειοῡται», Θεόφρ.
β. «τελειωθεῑσι παιδίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ», Πλάτ.)
β) (για συλλογισμό) γίνομαι τέλειος, ολοκληρώνομαι
γ) παντρεύομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελειώνω — τελειώνω, τέλειωσα και τελείωσα, τελειωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τελειώνω — τέλειωσα και τελείωσα, τελειώθηκα, τελειωμένος 1. φέρνω σε τέλος, περατώνω: Τέλειωσα το γράψιμο. 2. εξαντλώ, ξοδεύω κάτι ολόκληρο: Το τελειώσαμε το ψωμί. 3. αμτβ., φτάνω στο τέλος, περατώνομαι: Τελείωσε το μάθημα. 4. αποκάμνω, πεθαίνω: Τέλειωσα,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αποζυμώνω — τελειώνω το ζύμωμα …   Dictionary of Greek

  • απολιχνίζω — τελειώνω το λίχνισμα …   Dictionary of Greek

  • αποτροχίζω — τελειώνω το τρόχισμα …   Dictionary of Greek

  • μισοξετελειώνω — τελειώνω ένα έργο κατά το ήμισυ, μισοτελειώνω …   Dictionary of Greek

  • ξαλέθω — τελειώνω το άλεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + αλέθω] …   Dictionary of Greek

  • παύω — ΝΜΑ 1. τελειώνω, δίνω τέλος, σταματώ 2. (για πρόσ.) συγκρατώ, αναχαιτίζω κάποιον («ἵνα παύσομεν ἄγριον ἄνδρα», Ομ. Ιλ.) 3. (στην προστ.) πάψε και παῡε σταμάτα, τελείωνε, τερμάτιζε (α. «πάψε τα κλάματα» β. «παῡε γόοιο», Ελλην. Επιγραμμ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • κομπίρω — και κοπίρω και κομπλίρω (Μ) τελειώνω, λήγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. compire «τελειώνω» (λατ. compleo «γεμίζω, συμπληρώνω, τελειώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • πέρας — το, ΝΜΑ, επικ. τ. πεῑραρ και ιων. τ. πεῑρας, ατος, Α 1. τοπ. τέλος, τέρμα 2. στον πληθ. τα πέρατα (για τη γη, τη θάλασσα ή τον κόσμο) τα έσχατα όρια («απ τού κόσμου όλα τα πέρατα», Σολωμ.) 3. χρον. τελείωμα (α. «το πέρας τής εβδομάδας» β. «πέρας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”